Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

)' εξαίρετος (

  • 1 εξαίρετος

    [эксэрэтос] ас. превосходный, отличный,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εξαίρετος

  • 2 выдающийся

    выдающийся διακεκριμένος, διάσημος (тк. о- человеке )' εξαίρετος (замечательный)
    * * *
    διακεκριμένος διάσημος (тк. о человеке); εξαίρετος ( замечательный)

    Русско-греческий словарь > выдающийся

  • 3 исключительный

    исключительный αποκλει στικός εξαίρετος, εξαιρετικός (необыкновенный)' в \исключительныйых случаях σε εξαιρετικές περι πτώσεις
    * * *
    αποκλειστικός; εξαίρετος, εξαιρετικός ( необыкновенный)

    в исключи́тельных слу́чаях — σε εξαιρετικές περιπτώσεις

    Русско-греческий словарь > исключительный

  • 4 невиданный

    невиданный πρωτοφανής· εξαίρετος (исключительный)
    * * *
    πρωτοφανής· εξαίρετος ( исключительный)

    Русско-греческий словарь > невиданный

  • 5 великолепиеный

    великолепие||ный
    прил
    1. (пышный) μεγαλοπρεπής, λαμπρός, πολυτελής·
    2. (очень хороший) ἐξαίρετος, ἐξαίσιος, θαυμάσιος:
    \великолепиеныйная книга θαυμάσιο βιβλίο· \великолепиеныйный оратор ὁ δεινός ρήτορας.

    Русско-новогреческий словарь > великолепиеный

  • 6 невиданный

    неви́данн||ый
    прил πρωτοφανής / ἀπαράμιλλος, ἐξαίρετος (исключительный)/ ἐκπληκτικός, καταπληκτικός (поразительный):
    \невиданныйая красавица καταπληκτική (или ἐξαίρετη) καλλονἤ \невиданный урожай ἡ πρωτοφανής ἐσοδεία· \невиданный успех ἡ πρωτάκουστη ἐπιτυχία.

    Русско-новогреческий словарь > невиданный

  • 7 незаурядный

    незаурядный
    прил σπάνιος, ἐξαιρετικός, ἐξαίρετος:
    \незаурядныйая личность ἡ ἐξαιρετική προσωπικότητα· \незаурядныйые способности ἐξαιρετικές Ικανότητες.

    Русско-новогреческий словарь > незаурядный

  • 8 необыкновенный

    необыкновенн||ый
    прил ἀσυνήθης, ἀσυνήθιστος / ἐξαιρετικός, ἐξαίρετος, πρωτοφανής (исключительный)! ἰδιόρρυθμος, παράδοξος (странный):
    в §том нет ничего́ \необыкновенныйого σ' αὐτό δέν ὑπάρχει τίποτε τό ἐξαιρετικό· \необыкновенныйое легкомыслие ἡ πρωτοφανής ^επιπολαιότητα· \необыкновенныйой красоты Ιξωρετίκης ὀμορφιᾶς.

    Русско-новогреческий словарь > необыкновенный

  • 9 несравнимый

    несравни́м||ый
    прил
    1. (несравненный) ἀπαράμιλλος, ἀσύγκριτος, ἐξαίρετος, μοναδικός:
    \несравнимый талант τό ἀπαράμιλλο ταλέντο1
    2. (различный):
    это \несравнимыйые вещи αὐτά εἶναι δύο πράγματα πού δέν συγκρίνονται.

    Русско-новогреческий словарь > несравнимый

  • 10 отличный

    отли́чн||ый
    прил
    1. (различный) уст. διαφορετικός, διάφορος·
    2. (превосходный) ἐξαίρετος, ἐξαίσιος / ἄριστος (о работнике и т. п.):
    у него́ \отличныйое здоровье ἔχει ἐξαίρετη ὑγεία· \отличныйое настроение ἡ πολύ καλή διάθεση.

    Русско-новогреческий словарь > отличный

  • 11 прекрасный

    прекрасн||ый
    прил
    1. (красивый) ὠραίος, θαυμάσιος, ὠραιότατος, πεντάμορφος:
    \прекрасныйое лицо́ τό ὠραιότατο πρόσωπο·
    2. (отличный) ἐξαίρετος, ἐξαιρετικός, Ιξοχος, ἄριστος:
    \прекрасныйый обед τό ἐξαίρετο γεῦμα· ◊ в одно́ \прекрасныйое утро μιαν ὠραία πρωία· \прекрасныйый пол τό ὠραίο φῦλο.

    Русско-новогреческий словарь > прекрасный

  • 12 ряд

    ряд
    λ
    1. ἡ σειρά, ἡ ἀράδα, ὁ στοίχος, ἡ γραμμή:
    \ряд домов ἡ σειρά σπιτιών \ряд гор ἡ ὁροσειρά· \ряд сту́льев μιά σειρά καθισμάτων в первом \ряду́ στήν πρώτη σειρά· построиться в \ряды τάσσομαι στη γραμμή, συντάσσομαι, μπαίνω στή γραμμή· идти \ряда́ми βαδίζω στοιχηδόν, βαδίζω σέ γραμμές· сплотить \ряды συσφίγγω τίς γραμμές· сомкну́ть \ряды! воен. πυκνώνω τίς γραμμές!·
    2. (серия) ἡ σειρά/ ὁ ἀριθμός (некоторое число)·
    3. \ряды мн. (состав, среда) ἡ γραμμή, ἡ τάξη:
    в \ряда́х армии στίς γραμμές τοῦ στρατοῦ, είς τάς τάξεις τοῦ στρατοῦ·
    4. \ряды мн. (лавки):
    овощи́ые \ряды τά λαχανάδικα· рыбные \ряды τά ψαράδικα· ◊ из ряда вон выходящий ἐξαίρετος, ἀσυνείθιστος· ставить в один \ряд βάζω στήν ἰδια σειρά, βάζω στήν ἰδια μοίρα

    Русско-новогреческий словарь > ряд

  • 13 славный

    славн||ый
    прил
    1. (знаменитый) ἔνδοξος, διάσημος·
    2. (хороший) разг περίφημος, ἔξοχος, ἐξαίρετος:
    \славныйый милый περίφημο παιδί.

    Русско-новогреческий словарь > славный

  • 14 удивительиый

    удивительи||ый
    прил
    1. (странный) περίεργος, παράξενος:
    ничего́ \удивительиыйого τίποτε τό περίεργο·
    2. (чрезвычайный) καταπληκτικός, ἐξαίρετος:
    \удивительиыйое здоровье ἡ ἐξαιρετική ὑγεία.

    Русско-новогреческий словарь > удивительиый

  • 15 чудный

    чудный
    прил θαυμάσιος/ ἐξαίσιος, ἐξαίρετος (превосходный).

    Русско-новогреческий словарь > чудный

  • 16 невиданный

    [νιβίνταννυϊ] εκ. εξαίρετος

    Русско-греческий новый словарь > невиданный

  • 17 невиданный

    [νιβίνταννυϊ] επ εξαίρετος

    Русско-эллинский словарь > невиданный

  • 18 великолепный

    επ., βρ: -пен, -пна, -пно
    1. πολυτελής, λουσάτος• μεγαλοπρεπής.
    2. θαυμάσιος,εξαίσιος, εξαίρετος, λαμπρός.

    Большой русско-греческий словарь > великолепный

  • 19 головокружительный

    επ.
    ζαλιστικός, ιλιγγιώδης, που προκαλεί ζαλάδα. || μτφ. εξαίρετος, εξαιρετικός, λαμπρός•

    головокружительный успех καταπληκτική επιτυχία.

    Большой русско-греческий словарь > головокружительный

  • 20 доблестный

    επ. -тен, тна, -тно (υψ. ύφος) αντρείος, γενναίος, ένδοξος, λαμπρός,δοξασμένος•

    -ые военные силы γενναίες στρατιωτικές δυνάμεις•

    доблестный подвиг λαμπρό κατόρθωμα•

    -ая армия ένδοξος στρατός.

    || εξαίρετος, εξαιρε• доблестныйτικός•

    доблестный муж λαμπρός σύζυγος.

    || ηρωικός•

    -ая защита ηρωική υπεράσπιση (αντίσταση)•

    доблестный труд ηρωική δουλειά.

    Большой русско-греческий словарь > доблестный

См. также в других словарях:

  • ἐξαιρετός — removable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαίρετος — ἐξαιρετός removable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαίρετος — η, ο (AM ἐξαίρετος, ον) [εξαιρώ] 1. εκλεκτός, διαλεχτός («εξαίρετος δάσκαλος, φίλος», «πολλαὶ δὲ γυναῑκές εἰσὶν ἐνὶ κλισίῃς ἐξαίρετοι», Ομ. Ιλ.) 2. όχι συνηθισμένος ή τυχαίος («μετ εξαίρετου τιμής, υπολήψεως», «ἐξαίρετον ἕλε μόχθον») νεοελλ. το… …   Dictionary of Greek

  • εξαιρετός — ή, ό (AM ἐξαιρετός, ή, όν) [εξαιρώ] αυτός που μπορεί να μετακινηθεί από τη θέση του …   Dictionary of Greek

  • εξαίρετος — η, ο επίρρ. α 1. που αποτελεί εξαίρεση, εκλεκτός, επίλεκτος, ξεχωριστός, υπέροχος: Εξαίρετος φίλος. 2. το ουδ. ως ουσ., εξαίρετο (νομ.), κληροδοσία που αφήνεται σε κληρονόμο πέρα από την κληρονομική του μερίδα, το προκληροδότημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξαιρετώτατα — ἐξαιρετός removable adverbial superl ἐξαιρετός removable neut nom/voc/acc superl pl ἐξαιρετός removable adverbial superl ἐξαιρετός removable neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαιρετά — ἐξαιρετός removable neut nom/voc/acc pl ἐξαιρετά̱ , ἐξαιρετός removable fem nom/voc/acc dual ἐξαιρετά̱ , ἐξαιρετός removable fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαιρετωτέρῳ — ἐξαιρετός removable masc/neut dat comp sg ἐξαιρετός removable masc/neut dat comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαιρετόν — ἐξαιρετός removable masc acc sg ἐξαιρετός removable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαιρέτως — ἐξαιρετός removable adverbial ἐξαιρετός removable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαιρετοί — ἐξαιρετός removable masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»